-
1 δακρυον
(ᾰ) τό1) слеза(δάκρυα χέειν, βάλλειν, εἴρειν и λείβειν Hom.)
ἐς δάκρυα ἔπεσε Her. — он залился слезами;μετὰ πολλῶν δακρύων Her. — обливаясь слезами;ἴσχειν πηγὰς δακρύων Soph. — удержать потоки слез2) причина слез, т.е. горе, тяжкая утрата(κηδεμόνων μέγα δ. Anth.)
3) капля, росинка, тж. влага, сок(τῆς ἀκάνθης Her.; ἀπὸ τῶν ἀνθέων καὴ ἀπὸ τῶν δένδρων Arst.)
ἀμπέλου ἡδυτάτης δάκρυα Anth. = οἶνος
См. также в других словарях:
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek